Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μιλώ με

См. также в других словарях:

  • μιλώ — έω και άω 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει») 2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία») 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον 4. εκφωνώ λόγο 5. γνωρίζω μια… …   Dictionary of Greek

  • μιλώ — μίλησα, μιλήθηκα, μιλημένος 1. ομιλώ, κουβεντιάζω, συνομιλώ: Μιλήσαμε για την πολιτική κατάσταση της χώρας. 2. η μτχ., μιλημένος αυτός που συμφώνησε με κάποιον άλλο για να κάνει μια εξυπηρέτηση. 3. φρ., «Μιλώ με το σεις και με το σας»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μιλώ — μιλάω / μιλώ, μίλησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μίλω — μί̱λω , μῖλος yew fem nom/voc/acc dual μί̱λω , μῖλος yew fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίλῳ — μί̱λῳ , μῖλος yew fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγουρομιλώ — μιλώ σε κάποιον απότομα, άσχημα …   Dictionary of Greek

  • ακριτολογώ — μιλώ χωρίς σκέψη, επιπόλαια, ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριτολόγος. ΠΑΡ. ακριτολόγημα] …   Dictionary of Greek

  • κρυφολέω — μιλώ κρυφά ή ψιθυριστά, κρυφοψιθυρίζω …   Dictionary of Greek

  • κρυφομουρμουρίζω — μιλώ κατ ιδίαν ή συζητώ με άλλον ψιθυριστά, κρυφά, χωρίς να ακούγομαι …   Dictionary of Greek

  • ερρινίζω — μιλώ με φωνή που βγαίνει από τη μύτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλατειάζω — μιλώ με πολλά λόγια, περιττολογώ, πολυλογώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»